- απαυγασμος
- ἀπαυγασμόςἀπ-αυγασμόςὅ отблеск, сияние Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απαυγασμός — ἀπαυγασμός, ο (Α) αντανάκλαση φωτός, λάμψη, ακτινοβολία … Dictionary of Greek
ἀπαυγασμός — efflux of light masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυγασμούς — ἀπαυγασμός efflux of light masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)